συνωνή

συνωνή
η, ΝΜΑ [συνωνοῦμαι]
(νεοελλ.-μσν.)
φορολογικό μέτρο στο Βυζάντιο, σύμφωνα με το οποίο οι ευπορότεροι γαιοκτήμονες αναλάμβαναν την υποχρέωση να καλύψουν τους φόρους τών γειτόνων τους μικρών γαιοκτημόνων που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, αλλ. αλληλέγγυον
μσν.-αρχ.
ολική αγορά πωλούμενων προϊόντων
αρχ.
(γενικά) αγορά («συνωνὴ χόρτου», πάπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνωνή — buying up fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωναῖς — συνωνή buying up fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωνῆς — συνωνή buying up fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωνήν — συνωνή buying up fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωνάς — συνωνά̱ς , συνωνή buying up fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”