- συνωνή
- η, ΝΜΑ [συνωνοῦμαι](νεοελλ.-μσν.)φορολογικό μέτρο στο Βυζάντιο, σύμφωνα με το οποίο οι ευπορότεροι γαιοκτήμονες αναλάμβαναν την υποχρέωση να καλύψουν τους φόρους τών γειτόνων τους μικρών γαιοκτημόνων που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, αλλ. αλληλέγγυονμσν.-αρχ.ολική αγορά πωλούμενων προϊόντωναρχ.(γενικά) αγορά («συνωνὴ χόρτου», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.